βροντοποιός

βροντοποιός
βροντο-ποιός, όν,
A thunder-making, Vett. Val.6.24, Ps.-Luc.Philopatr.4,24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βροντοποιός — thunder making masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροντοποιόν — βροντοποιός thunder making masc/fem acc sg βροντοποιός thunder making neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”